- καθοσίωση
- η (AM καθοσίωσις) [καθοσιῶ]1. η αφιέρωση («καθοσίωσις ἀγαλμάτων», Πολυδ.)2. μεγάλο παράπτωμα, η εσχάτη προδοσία («έγκλημα καθοσιώσεως»)αρχ.1. αφοσίωση, αγάπη με αφοσίωση, πίστη, λατρεία2. φρ. (ως τίτλος αυτοκρατορικών λειτουργιών) «ἡ ἐμὴ καθοσίωσις»α) εγώ ο αφοσιωμένος, ο πιστός λάτρηςβ) συνών. τής αυτοκρατορικής ισχύος («εἰς αὐτὴν δὲ τὴν καθοσίωσιν καὶ τοὺς τῆς ἡμετέρας θειότητος νόμους ἐξαμαρτάνων», Αυτοκρ. Μαρκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.